Κατηγορία: Δ

Δερμάτ’:

Ασκί απο δέρμα ζώου, ειρωνικά χρησιμοποιείται για κάποιον που τρώει πολύ και είναι φουσκωμένος.

Κάνι ζάφτ’ του φαί γιατί ιέγεινι σα δερμάτ’ η κλοιάς’.

Δάχ’λα:

Δάχτυλα.

-Πόσου κρασί να σ’ βάνου;

-Μή μ’ βάν’ς πουλύ, βάνε’μ δυό δάχ’λα.

Δροτσίλα:

Δερματικός ερεθισμός, σπυράκια λόγω της ζέστης.

Δεν είναι τίποτας, δροτσίλα απ’ τη ζιέστα είνι κι θα φύβγ’

Διακονιάρ’ς:

Ζητιάνος.

Κατάντ’σαμε διακουνιάρ’δες ιμείς απ’ ούχαμι ούλα τα καλά.

Δημοσά:

Δημόσιος δρόμος.

Ανέβα στη δημοσά, ουόλου κι κάποιου αμάξ’ πιρνάει απού κεί.

Διάτα:

Συμβουλή.

Δε θέλου διάτες απο σιένα ιγώ! μπουρού κι μαναχόζου’μ.

Δραγασιά:

Σλάβικη λέξη για τον αγρό, και χωριό  του νομού Κοζάνης. Η Δραγασιά είναι ένα μεγάλο ορεινό χωριό χτισμένο στους πρόποδες των Οντρίων.

Δαμάλ’:

Ο νεαρός ταύρος.

Σαν χαρακτηρισμός μεταφορικά  για κάποιον που είναι εύρωστος.

Σα δαμάλ’ ιέγεινις απ’ τού πουλύ φαί.

Δημοσιά:

Δημόσιος, κεντρικός δρόμος.

Βγέκα στη δημοσιά κάποιου αμάξ’ θα πιράσ’ να σι πάρ’.

Διάφορο:

Οφελος οικονομικό, κέρδος.

Κι γω τι διάφορο θα νάχω;

error: Content is protected !!