Ασκί απο δέρμα ζώου, ειρωνικά χρησιμοποιείται για κάποιον που τρώει πολύ και είναι φουσκωμένος.
Κάνι ζάφτ’ του φαί γιατί ιέγεινι σα δερμάτ’ η κλοιάς’.
Ασκί απο δέρμα ζώου, ειρωνικά χρησιμοποιείται για κάποιον που τρώει πολύ και είναι φουσκωμένος.
Κάνι ζάφτ’ του φαί γιατί ιέγεινι σα δερμάτ’ η κλοιάς’.
Δάχτυλα.
-Πόσου κρασί να σ’ βάνου;
-Μή μ’ βάν’ς πουλύ, βάνε’μ δυό δάχ’λα.
Δερματικός ερεθισμός, σπυράκια λόγω της ζέστης.
Δεν είναι τίποτας, δροτσίλα απ’ τη ζιέστα είνι κι θα φύβγ’
Ζητιάνος.
Κατάντ’σαμε διακουνιάρ’δες ιμείς απ’ ούχαμι ούλα τα καλά.
Δημόσιος δρόμος.
Ανέβα στη δημοσά, ουόλου κι κάποιου αμάξ’ πιρνάει απού κεί.
Συμβουλή.
Δε θέλου διάτες απο σιένα ιγώ! μπουρού κι μαναχόζου’μ.
Σλάβικη λέξη για τον αγρό, και χωριό του νομού Κοζάνης. Η Δραγασιά είναι ένα μεγάλο ορεινό χωριό χτισμένο στους πρόποδες των Οντρίων.
Ο νεαρός ταύρος.
Σαν χαρακτηρισμός μεταφορικά για κάποιον που είναι εύρωστος.
Σα δαμάλ’ ιέγεινις απ’ τού πουλύ φαί.
Δημόσιος, κεντρικός δρόμος.
Βγέκα στη δημοσιά κάποιου αμάξ’ θα πιράσ’ να σι πάρ’.
Οφελος οικονομικό, κέρδος.
Κι γω τι διάφορο θα νάχω;